- ἀποφθεγματική
- ἀποφθεγματικόςdealing in apophthegmsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… … Dictionary of Greek
δογματισμός — ο (AM δογματισμός) [δογματίζω] νεοελλ. 1. (φιλοσ.) φιλοσοφία που στηρίζεται στη δυνατότητα γνώσεως με τη λογική δύναμη χωρίς να ελέγχονται τα όρια της 2. αποφθεγματική διατύπωση αξιωμάτων χωρίς αιτιολόγηση ή απόδειξη αρχ. μσν. διδασκαλία για τα… … Dictionary of Greek
λουκάνος — (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία … Dictionary of Greek
χρησείδιον — τὸ, Μ αποφθεγματική ρήση, απόφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆσις (πρβλ. πραξείδιον: πρᾶξις)] … Dictionary of Greek
γνωμικός — ή, ό 1.αυτός που έχει σχέση με τη γνώμη, ο διδακτικός: Γνωμικός ποιητής. 2. το ουδ. ως ουσ., γνωμικό το απόφθεγμα, η αποφθεγματική κρίση: Ένα γνωστό αρχαίο γνωμικό είναι το «παν μέτρον άριστον» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)